σαλπιγγικός

σαλπιγγικός
η , ό[ν] анат. относящийся к трубе (фаллопиевой или евстахиевой)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σαλπιγγικός" в других словарях:

  • σαλπιγγικός — ή, ό, Ν [σάλπιγγα] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα ή στις σάλπιγγες τής μήτρας τής γυναίκας 2. φρ. «σαλπιγγική εγκυμοσύνη» ιατρ. έκτοπη κύηση κατά την οποία το κύημα είναι εμφυτευμένο σε μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στις σάλπιγγες της μήτρας ή στην ευσταχιανή σάλπιγγα: Σαλπιγγική κύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»